- Ἐτεοκλέα
- Ἐτεοκλῆςmasc acc sg (epic ionic)Ἐτεοκλέᾱ , Ἐτεοκλῆςmasc acc sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εφαγνίζω — ἐφαγνίζω και δ. αν. αφαγνίζω* (Α) τελώ ιερή λατρεία, τελετή, ειδ. νεκρική θυσία, τελώ τις καθιερωμένες τελετές προς τους νεκρούς («Ἐτεοκλέα μέν... τάφῳ κρύψαι καὶ τὰ πάντ ἐφαγνίσαι [δ. αν. ἀφαγνίσαι]», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἁγνίζω (<… … Dictionary of Greek